- ελαττωματικότητα
- [-ης (-ητος)] η наличие недостатков, изъянов, дефектов; неполноценность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ελαττωματικότητα — η η ιδιότητα τού ελαττωματικού … Dictionary of Greek
ελαττωματικότητα — η το να είναι κάποιος ή κάτι ελαττωματικό, η μειονεκτικότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναπηρώ — ( όω) (Α ἀναπηροῡμαι, όομαι) μέσ. 1. γίνομαι (ή είμαι στα αρχ.) ανάπηρος*, σακατεύομαι 2. έχω ή αποκτώ πνευματική ή ψυχική ατέλεια, ελαττωματικότητα (νεοελλ. ενεργ. κάνω κάποιον ανάπηρο, σακατεύω, ακρωτηριάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάπηρος. ΠΑΡ. νεοελλ … Dictionary of Greek
δυσλογία — η κάθε διαταραχή τού λόγου που οφείλεται σε ελαττωματικότητα τής διάνοιας … Dictionary of Greek
δυσφρασία — η ελαττωματικότητα στην προφορά … Dictionary of Greek
μειονεκτικότητα — η 1. η ιδιότητα τού μειονεκτικού, το να μειονεκτεί κάποιος ως προς κάτι από κάποιον άλλο 2. έλλειψη, ελαττωματικότητα 3. φρ. (ψυχιατρ.) «σύμπλεγμα μειονεκτικότητας» η νοσηρή ψυχολογική κατάσταση κατά την οποία ένα άτομο πιστεύει ότι μειονεκτεί σε … Dictionary of Greek
σινότης — ητος, ἡ, Α [σίνος] ελαττωματικότητα … Dictionary of Greek
χώλανσις — άνσεως, ἡ, ΜΑ [χωλαίνω] χωλότητα, κουτσαμάρα μσν. μτφ. (για πόδα στίχου) έλλειψη, ελαττωματικότητα («οὕτως ἡ τοῡ μέτρου ποδικὴ ἐκθεραπεύεται χώλανσις», Ευστ.) … Dictionary of Greek
Σαρτρ, Ζαν-Πωλ — (Sartre). Γάλλος φιλόσοφος, δοκιμιογράφος και λογοτέχνης (Παρίσι 1905 1980). Είναι, μαζί με το Χάιντεγκερ και το Γιάσπερς, ο μεγαλύτερος εκπρόσωπος του νεώτερου υπαρξισμού. Γιος μηχανικού, αφού σπούδασε στην Ecole Normale Superieure, έγινε… … Dictionary of Greek
μειονεκτικότητα — η το να υστερεί κανείς σε κάτι, η ατέλεια, η ελαττωματικότητα: Οι λιγότερο ικανοί συνήθως έχουν το αίσθημα της μειονεκτικότητας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)